προεισφέρειν

προεισφέρειν
προεισφέρειν , προεισφέρω
advance money to pay the
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προεισφέρω — ΝΑ προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι αρχ. 1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτεία («ἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.) 2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων 3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει») 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”